- ληιστύς
- ληϊστύς, -ύος, ἡ (Α) [ληΐζομαι]ληστεία, λεηλασία, αρπαγή («τὸ ζῆν ἀπὸ πολέμου καὶ ληϊστύος κάλλιστον», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ληιστύος — ληιστύς plundering fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek